Παλέρμο

Παλέρμο
το Палермо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Παλέρμο" в других словарях:

  • Παλέρμο — (Palermo). Πόλη της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Σικελίας, στη βορειοδυτική ακτή του νησιού. Το όνομά του προέρχεται από την ονομασία Πάνορμος, που του έδωσαν οι Έλληνες χάρη στο λιμάνι του που στην αρχαιότητα θεωρούσαν ότι… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σικελία — (Sicilia). Νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο (25 708 τ. χλμ.) της Μεσογείου, το οποίο χωρίζεται από την ηπειρωτική Ιταλία με το στενό (3 χλμ.) της Μεσσήνης. Έχει πληθυσμό 5 196 724 κατ., πρωτεύουσα το Παλέρμο και διοικητικά αποτελεί, μαζί με τα… …   Dictionary of Greek

  • Αμάτο, Τζάκομο — (Giacomo Amato, Παλέρμο 1643 – 1732). Ιταλός αρχιτέκτονας. Την περίοδο 1671 84, μελέτησε στη Ρώμη τον ρυθμό μπαρόκ, τον οποίο χρησιμοποίησε με σχεδόν θεατρική έμφαση στις εκκλησίες της Αγίας Τερέζας (1686) και στην Αποκαθήλωση (1689) στο Παλέρμο …   Dictionary of Greek

  • Γκατζίνι, Ντομένικο — (Domenico Gagini, Μπισόνε, Παβία, περ. 1420 – Παλέρμο 1492). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Μαθήτευσε από το 1440 έως το 1446 στη Φλωρεντία, στη σχολή του Μπρουνελέσκι. Αργότερα εργάστηκε στη Γένοβα και κατασκεύασε στον μητροπολιτικό ναό το… …   Dictionary of Greek

  • Λαουράνα, Φραντσέσκο — (Francesco Laurana, Βράνα, Ιταλία 1430; – Αβινιόν, Γαλλία 1502). Ιταλός γλύπτης. Εργάστηκε στη Νάπολη, στο Ουρμπίνο, στη Σικελία και στη Γαλλία. Για πρώτη φορά αναφέρεται το 1453 μεταξύ των καλλιτεχνών που κατασκεύαζαν στη Νάπολη τη γλυπτική… …   Dictionary of Greek

  • Γκατζίνι, Αντονέλο — (Antonello Gagini, Παλέρμο 1478 – 1536).Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Γιος του ομότεχνού του Ντομένικο Γκατζίνι (βλ. λ.), άρχισε τη σταδιοδρομία του ως γλύπτης στη Μεσσήνη αλλά η πλαισίωση των γλυπτών του με μνημειακές επιβλητικές κατασκευές… …   Dictionary of Greek

  • Κανιτσάρο, Στανίσλαος — (Stanislas Cannizzaro, Παλέρμο 1826 – Ρώμη 1910). Ιταλός χημικός. Υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάπτυξη της σύγχρονης ατομικής θεωρίας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Παλέρμο και το 1845 γνώρισε στη Νάπολη τον Πίρια, ο οποίος τον προέτρεψε να αφοσιωθεί… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… …   Dictionary of Greek

  • Αμάρι, Μικέλε — (Mikele Amari, Παλέρμο 1806 – Φλωρεντία 1889). Ιταλός ιστορικός και πολιτικός, ειδικός στην ιστορία των ανατολικών λαών. Τάχθηκε εναντίον του οίκου των Βουρβόνων που βασίλευε στη Νάπολη και το 1842 αναγκάστηκε να καταφύγει στο Παρίσι εξαιτίας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»